- γλυκεῖ'
- γλυκεῖα , γλυκύςsweet to the tastefem nom/voc sgγλυκεῖαι , γλυκύςsweet to the tastefem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλυκέι — γλυκέϊ , γλυκύς sweet to the taste masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκεῖ — γλυκύς sweet to the taste masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυάνιον — τὸ, Α [πύανος] 1. έδεσμα με διάφορα όσπρια («ἔστι δὲ τὸ πυάνιον... πανσπερμία ἐν γλυκεῑ ἡψημένη», Αθήν.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «πυάνιον τὸ διὰ τοῡ γάλακτος ῥόφημα οἱ δὲ πανσπερμίαν ἡψημένην ἐν γλυκεῑ» … Dictionary of Greek
Arvanites — Total population est. 50,000 200,000 (see below) Regions with significant populations Attica, Peloponnese, Boeotia, Ep … Wikipedia
δηκτικός — ή, ό (AM δηκτικός, ή, όν) [δήκτης] 1. όποιος έχει την ιδιότητα να δαγκώνει, ο δαγκανιάρης 2. αυτός που προκαλεί οδύνη, που πληγώνει (α. «δηκτικά λόγια» β. «ἀστεῑον δὴ κἀκεῑνο αὐτοῡ καὶ δηκτικὸν ἅμα») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δηκτικός γένος… … Dictionary of Greek
υπαυστηρός — ά, όν, και ὑπαύστηρος, ον, Α (για γεύση) οξύς, δριμύς, υπόξινος («γευσαμένῳ... ἐν τῷ γλυκεῑ ὑπαυστηράν», Διόσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + αὐστηρός «πικρός, οξύς, στυφός»] … Dictionary of Greek
γλυκέ' — γλυκέα , γλυκύς sweet to the taste neut nom/voc/acc pl (epic ionic) γλυκέα , γλυκύς sweet to the taste fem nom/voc sg (epic ionic) γλυκέϊ , γλυκύς sweet to the taste masc/neut dat sg γλυκέαι , γλυκύς sweet to the taste fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)